- ρουφηγματιά
- η, Ν [ρούφηγμα, -ατος]η ποσότητα που ρουφά κανείς κάθε φορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουφηγματιά — ρουφηγματιά, η και ρουφηξιά, η όσο μπορεί κανείς κάθε φορά να ρουφήξει: Ήπιε μια ρουφηξιά κρασί και ζωντάνεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουφηξιά — η, Ν 1. η ρουφηγματιά 2. η ποσότητα τού καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά τού τσιγάρου 3. φρ. «με μια ρουφηξιά» μονορούφι, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ τού αορ. ρούφηξα τού ρουφώ + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά)]· … Dictionary of Greek